- εφετίνδα
- ἐφετίνδα (Α)επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφετίνδα παίζεινεἶδος παιδιᾱς, ὅταν σφαῑραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι».[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐφετὸς < ἐφίημι (πρβλ. ἔφεσις) + κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ἀκινητ-ίνδα (< ακίνητος + -ίνδα), διελκυστ-ίνδα (< διελκυστός + -ίνδα)].
Dictionary of Greek. 2013.